διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Full diacritics: ἰῶ | Medium diacritics: ἰῶ | Low diacritics: ιω | Capitals: ΙΩ |
Transliteration A: iō̂ | Transliteration B: iō | Transliteration C: io | Beta Code: i)w= |
contr. for ἰάου, imper. of ἰάομαι.
2ᵉ sg. impér. prés. et impf. de ἰάομαι.
ἰῶ: 2 л. sing. impf. к ἰάομαι.
ἰῶ: συνῃρ. ἀντὶ τοῦ ἰάου, προστ. τοῦ ἰάομαι.
ἰῶ: συνηρ. αντί ἰάου, προστ. του ἰάομαι.