ἱεροσύνη

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source

German (Pape)

[Seite 1243] ἡ, richtiger ἱερωσύνη, w. m. s.

Greek Monolingual

ἡ (Μ ἱεροσύνη)
βλ. ιερωσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός. Η παλαιά γραφή της λ. ιερωσύνη με -ο- (αντί του κανονικού -ω-) αναλογικά προς άλλα σε -οσύνη (πρβλ. αγιοσύνη, δικαιοσύνη)].