πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
inf. prés. épq. de ἱκνέομαι.
ἱκνεύμεναι: эп. inf. к ἱκνέομαι.