ἱκνεύμεναι

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source

French (Bailly abrégé)

inf. prés. épq. de ἱκνέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἱκνεύμεναι: эп. inf. к ἱκνέομαι.