ἴμεν
From LSJ
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
English (LSJ)
ἴμεναι [ῐ], Ep. inf. of εἶμι (ibo).
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. de εἶμι;
inf. prés. épq. de εἶμι.
Russian (Dvoretsky)
ἴμεν:
1 1 л. pl. к εἶμι;
2 эп. inf. к εἶμι.
Greek (Liddell-Scott)
ἴμεν: ἴμεναι ῐ, Ἐπικ. ἀπαρ. τοῦ εἶμι.
Greek Monotonic
ἴμεν:I. αʹ πληθ. του εἶμι (ibo), II. ἴμεν, ἴμεναι [ῐ], Επικ. απαρ. του εἶμι.