κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
inf. prés. épq. de εἶμι.
see εἶμι.
ἴμεναι: эп. (= ἴμεν) inf. к εἶμι.