ἶξ

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source

German (Pape)

[Seite 1255] ἰκός, ἡ, ein dem Weinstocke schädlicher Käfer, vgl. ἴψ, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἶξ: (οὐχὶ ἴξ), ἶκος, ἡ, εἶδος σκώληκος καταστρέφοντος τὰ τῆς ἀμπέλου βλαστήματα, πιθανῶς τύπος ἰσοδύναμος τῷ ἶψ, ποικίλον ἶκα, τῶν ἀμπέλων ὀφθαλμῶν ὀλετῆρα Ἀλκμὰν 27, πρβλ. Ἀμμών. 74, ἔκδ. Valck. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἶξ· θηρίδιόν τι ἀμπέλους ἐσθίον».