Ἰασόνιος

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Jason : Ἰασονία ἀκτή XÉN le promontoire de Jason (auj. Jasun ou Vona), dans le Pont.
Étymologie: Ἰάσων.

Russian (Dvoretsky)

Ἰᾱσόνιος: ион. Ἰησόνιος 3 иасонов (νηῦς Theocr.): Ἰασονία ἀκτή Xen. Иасонов мыс (между Κοτύωρα и Σινώπη в Понте).