ὀγκότερος

From LSJ

Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπερεχθαίρει → Zeus hates the boasts of an overweening tongue

Sophocles, Antigone, 127-128

Russian (Dvoretsky)

ὀγκότερος: [compar. к ὄγκος II] более напряженный, расширенный, увеличенный (ἡ σάρξ Arst.).