Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπερεχθαίρει → Zeus hates the boasts of an overweening tongue
ὀγκότερος: [compar. к ὄγκος II] более напряженный, расширенный, увеличенный (ἡ σάρξ Arst.).