Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
Full diacritics: ὀξηλίς | Medium diacritics: ὀξηλίς | Low diacritics: οξηλίς | Capitals: ΟΞΗΛΙΣ |
Transliteration A: oxēlís | Transliteration B: oxēlis | Transliteration C: oksilis | Beta Code: o)chli/s |
-ίδος, ἡ, a plant (cf. ὀξαλίς II), Theognost. Can.14.
ὀξηλίς: -ίδος, = ὀξαλὶς ΙΙ, Θεογν. Καν. 14. 7, ἴδε Lobeck. Patholog. σ. 111.
ὀξηλίς, ἡ (Μ)
το φυτό λάπαθο, η οξαλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος + επίθημα -ηλίς (πρβλ. πετηλίς)].