ὀξαλίς
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
-ίδος, ἡ,
A sour wine, Hsch.
II sorrel, Rumex acetosa, Nic.Th.840; = ὀξυλάπαθον μικρόν, Ps.-Dsc.2.114.
German (Pape)
[Seite 351] ίδος, ἡ, Säuerling, Name eines säuerlichen Weines, und einer Pflanze, einer Art Sauerampfer, Nic. Ther. 840, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξαλίς: -ίδος, ἡ, «ὀξεῖα τρύξ. ἢ ὀξίνης οἶνος» Ἡσύχ. ΙΙ. φυτόν τι, ὀξινήθρα, Νικ. Θηρ. 840, Διοσκ. 2. 148.
Greek Monolingual
οξαλίδα και οξαλίς, η (Α ὀξαλίς)
το πολυετές ποώδες φυτό λάπαθο
νεοελλ.
βοτ. γένος φυτών, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας γερανιώδη, του οποίου τρία είδη απαντούν αυτοφυή στην Ελλάδα και είναι γνωστά με τις κοινές ονομασίες ξινήθρες και μοσχόφυλλα
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ὀξεῖα τρὺξ ἤ ὀξινης οἶνος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος + επίθημα -αλίς, -αλίδος (πρβλ. δορκαλίς)].
Frisk Etymological English
1.
See also: s. ἀναξυρίς
2.
Grammatical information: f.
Meaning: sour wine H.
3. Meaning: sorrel, Rumex acetosa (Nic.)
Other forms: = ὀξυλάπαθον
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.