ὀρεσινόμος
From LSJ
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ὀρεσῐνόμος: -ον, = ὀρεινόμος, Κ. Μανασσ. Χρον. 173.
Greek Monolingual
ὀρεσινόμος, -ον (Μ)
βλ. ὀρεσσινόμος.
ὀρεσῐνόμος: -ον, = ὀρεινόμος, Κ. Μανασσ. Χρον. 173.
ὀρεσινόμος, -ον (Μ)
βλ. ὀρεσσινόμος.