ὀρθωσία
From LSJ
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
English (LSJ)
ἡ, = ὄρθωσις, Suid.
German (Pape)
[Seite 377] ἡ, = ὄρθωσις, Suid. – Beiname der Artemis, s. nom. propr. – Fem. zu
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθωσία: ἡ, = ὄρθωσις, Σουΐδ.
Greek Monolingual
ὀρθωσία, ἡ (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα) «ὄρθωσις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθωσις, κατά τα ουσ. σε -ία].
Greek Monolingual
Ὀρθωσία, ἡ (Α)
βλ. Ορθεία.