ὀρνιθοειδής
From LSJ
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
English (LSJ)
ὀρνιθοειδές, like a bird, Adam. 1.4.
German (Pape)
[Seite 383] ές, vogelartig, hühnerartig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνῑθοειδής: -ές, ὅμοις πρὸς πτηνόν, Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 1. 1.
Greek Monolingual
-ές (Α ὀρνιθοειδής, -ές)
αυτός που έχει τη μορφή ή το σχήμα όρνιθας
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ορνιθοειδή
ζωολ. παλαιότερος όρος για τα ορνιθόμορφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + -ειδής].