ὀρνιθώδης
From LSJ
Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid
English (LSJ)
ὀρνιθῶδες, = ὀρνιθοειδής, Arist.PA659b27, Adam.2.25: Comp. ὀρνιθωδέστερος Arist.HA564b20.
German (Pape)
[Seite 383] ες, = ὀρνιθοειδής, Arist. H. A. 6, 10.
Russian (Dvoretsky)
ὀρνῑθώδης: похожий на птиц или на птичий, как у птиц (τὰ σελάχη Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνῑθώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ τοῦ ὀρνιθοειδής, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 10, 2, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
ὀρνιθώδης, -ῶδες (Α) [[όρνις, -ιθος]]
ορνιθοειδής.