ὀφθαλμοκλέπτης

English (LSJ)

ὀφθαλμοκλέπτου, ὁ, stealer of the eye (viz. Perseus), Tz.ad Lyc.843.

Greek Monolingual

ὀφθαλμοκλέπτης, ὁ (Μ)
(για τον Περσέα) κλέφτης τών ματιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + κλέπτης.