ὀφρυώδης
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
ὀφρυῶδες, projecting, ὀ. κοιλότητες joint-sockets with rims, Gal.UP13.2, cf. Heliod. ap. Orib.46.15.2, Gal.2.776, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφρυώδης: -ες, = ὀφρυόεις, ὀφρ. ἐξοχαί, ἐπὶ ἐξεχόντων ὀστῶν, Γαλην.· ὀφρυώδη ἐπανάστασιν Ἐρωτιαν. σ. 86, ἐν λέξει ἄμβην· τὰς ὀφρυώδεις ἐξοχὰς τῆς κνήμης καὶ περόνης Μελέτ. ἐν Ὀξων. Ἀν. τ. 3, σ. 130, 12· ὀφρ. ἄμβη Γρηγόρ. Ναζ. τ. 2, σελ. 12.
Greek Monolingual
ὀφρυώδης, -ῶδες (Α) οφρύς
1. αυτός που έχει προεξοχές οι οποίες μοιάζουν με φρύδι («ὀφρυώδεις κοιλότητες», Γαλ.)
2. (κατ' επέκτ.) υπερόπτης, αλαζόνας.