ὀψοποιέομαι

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source

Greek Monotonic

ὀψοποιέομαι: τρώγω κρέας ή ψάρι μαζί με ψωμί, σε Ξεν.

Middle Liddell

ὀψοποιέομαι,
to eat meat or fish with bread, Xen.