ὁμαλία

From LSJ

κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad

Source

German (Pape)

[Seite 329] ἡ, das Ebensein (?).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμᾰλία: ἡ, = ὁμαλότης, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ὁμαλία, ἡ (Μ) ομαλός
η ιδιότητα του ομαλού, ομαλότητα.