ὁμαλότης

From LSJ

Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος → Donum divinum est bona mens et mores probi → Ein göttliches Geschenk ist einsichtsvolle Art

Menander, Monostichoi, 241
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμᾰλότης Medium diacritics: ὁμαλότης Low diacritics: ομαλότης Capitals: ΟΜΑΛΟΤΗΣ
Transliteration A: homalótēs Transliteration B: homalotēs Transliteration C: omalotis Beta Code: o(malo/ths

English (LSJ)

-ητος, ἡ,
A evenness of surface, τοῦ ἐνόπτρου Arist.Mete.377b17, cf. Metaph.1043a24; level ground, opp. ἀκρόπολις, Id.Pol.1330b20.
2 equability, equilibrium, Pl.Ti.57e; ὁ. ἀποβάλλειν, ἀπολέσαι, lose equilibrium, ib.58e.
3 evenness of temperature, Arist.Metaph.1032b7; of the pulse, Gal.8.457; regularity of motion, Procl.Hyp.2.23.
4 equality, παίδων Pl.Lg.773d; ἐξευπορεῖν ὁ. ταῖς οὐσίαις ib.918c, cf. Arist.Pol.1309b39.

German (Pape)

[Seite 329] ητος, ἡ, die Ebenheit, Glätte; καὶ ὁμοιότης, Plat. Legg. VI, 779 b; übertr., τὴν τῶν παίδων ὁμαλότητα αὐτῶν αὑτοῖς, 773 d, öfter; Gleichmäßigkeit, Arist. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ότητος (ἡ) :
ressemblance, conformité.
Étymologie: ὁμαλός.

Russian (Dvoretsky)

ὁμᾰλότης: ητος ἡ
1 ровность, гладкость (τοῦ ἐνόπτρου Arst.);
2 равнинный характер (sc. τόπου Arst.);
3 однообразие, одинаковость, однородность или равновесие (στάσις ἐν ὁμαλότητι Plat.);
4 равенство Plat., Arst. etc.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμᾰλότης: -ητος, ἡ, λεία, ὁμαλὴ ἐπιφάνεια, τοῦ ἐνόπτρου Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 6, 4. πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 7. 2, 10· ἔδαφος ἐπίπεδον, πεδιάς, ἀντίθετον τῷ ἀκρόπολις, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 11, 5. 2) ἰσότης, ἰσορροπία, Πλάτ. Τίμ. 57Ε· ὁμ. ἀπόλλυμι, «χάνω τὴν ἰσορροπίαν», αὐτόθι 58Ε. 3) ὁμαλὴ κατάστασις τῆς ἀτμοσφαίρας, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 7, 5. 4) ἰσότης, Πλάτ. Νόμ. 773D· ἐξευπορεῖν ὁμ. ταῖς οὐσίαις αὐτόθι 918C, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 9, 9.

Greek Monotonic

ὁμᾰλότης: -ητος, ἡ, λεία, χωρίς προεξοχές επιφάνεια, σε Αριστ.· επίπεδο έδαφος, πεδιάδα, στον ίδ.
II. ισότητα, ισορροπία, σε Πλάτ., Αριστ.

Middle Liddell

ὁμᾰλότης, ητος, ἡ,
I. evenness of surface, Arist.; a level, Arist.
II. equality, Plat., Arist.

Translations

uniformity

Bulgarian: еднородност, еднообразие; Catalan: uniformitat; Danish: ensartethed; Esperanto: unuformeco; Finnish: yhtenäisyys, yhdenmukaisuus; French: uniformité; German: Einheitlichkeit, Uniformität; Greek: ομοιομορφία; Ancient Greek: διομαλισμός, μονοείδεια, μονοτονία, ὁμαλισμός, ὁμαλότης, ὁμοιοσχημοσύνη, τὸ ἀμετάστατον, τὸ μονοειδές, μονοειδές; Hungarian: egyformaság, egységesség, egyneműség; Indonesian: keseragaman; Irish: comhionannas, ionannas; Italian: uniformità; Japanese: 統一性, 画一性; Manx: colaikys; Ottoman Turkish: ⁧استوا⁩; Portuguese: uniformidade; Russian: однородность, единообразие; Serbo-Croatian: unifórmnōst, jednòličnōst, jednoòbraznōst; Spanish: uniformidad; Tagalog: kasanyusan