ὁμοκοιτία
From LSJ
θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
ἡ, a sleeping together, Sch.A.Ch.599.
German (Pape)
[Seite 337] ἡ, das Zusammenschlafen, Schol. Aesch. Ch. 597.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοκοιτία: ἡ, τὸ ὁμοῦ κοίτεσθαι ἢ κοιμᾶσθαι, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Χο. 599.
Greek Monolingual
ὁμοκοιτία, ἡ (Α) ομόκοιτος
το να κοιμάται κάποιος μαζί με άλλον.