ὁμοπάτριος

English (LSJ)

α, ον, but ος, ον A.Pr.558(lyr.) :—by the same father, ἀδελφεός (Att. ἀδελφός) Hdt.5.25, cf. Antipho 1.1, Lys.19.22, Pl.Lg.774e, etc.; τὰν ὁ. Ἡσιόναν A. l.c.; ἀδελφαὶ ὁ. Is.11.2, cf. Supp.Epigr.2.822 (Dura-Europus, i A. D.):—also ὁμοπάτωρ [ᾰ], ορος, ὁ, ἡ, Pl.Lg.924e, Is.11.1.

German (Pape)

[Seite 338] von gleichem Vater, von demselben Vater; Aesch. Prom. 557; Xen. An. 3, 1, 17; ὁμομήτριός γε, οὐ μέντοι ὁμοπάτριος, Plat. Euthyd. 297 e; oft bei den Rednern, Antiph. 1, 1 Lys. 19, 22 Is. 7, 5; Sp., wie Luc. D. D. 23, 1. Auch ὁμοπατρία ἀδελφή, Is. 11, 2; Dem. 25, 55.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
né du même père.
Étymologie: ὁμός, πατήρ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοπάτριος: 2, реже 3 происходящий от того же отца, единокровный (ἀδελφός Her.; ἀδελφή Isae.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοπάτριος: -α, -ον, ὁ ἐκ τοῦ αὐτοῦ πατρός, ἀδελφεὸς (Ἀττ. -φὸς) Ἡρόδ. 5. 25, πρβλ. Ἀντιφῶντα 111. 39, Λυσ. 153. 43, Πλάτ. Νόμ. 774Ε· τὰν ὁμ. Ἡσιόναν Αἰσχύλ. Πρ. 559· ὁμ. ἀδελφὴ Ἰσαῖ. 83. 7. ― Οὕτως, ὁμοπάτωρ, ορος, ὁ, ἡ, Πλάτ. Νόμ. 924Ε, Ἰσαῖ. 65. 19, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 23, 171, 172.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ὁμοπάτριος, -ία, -ιον, θηλ. και -ος)
αυτός ή αυτή που έχει τον ίδιο πατέρα με κάποιον άλλο, αδελφός ή αδελφή από τον ίδιο πατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + πάτριος (< πατήρ, πατρός)].

Greek Monotonic

ὁμοπάτριος: -α, -ον, αυτός που γεννήθηκε από τον ίδιο πατέρα, σε Ηρόδ., Αισχύλ.

Middle Liddell

ὁμο-πάτριος, η, ον
by the same father, Hdt., Aesch.

English (Woodhouse)

having the same father