ὄκωχα
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
old pf. of ἔχω, whence perhaps συν-οχωκότε (q.v.) Il.2.218:—hence ὀκωχεύω, hold, S.Fr.327 (κωχεύουσι cod. Hsch. who also has ὀκωχεύειν· ἔχειν, συνέχειν):
German (Pape)
[Seite 318] perf. zu ἔχω. S. συνέχω.
Greek (Liddell-Scott)
ὄκωχα: ἀρχαῖος πρκμ. τοῦ ἔχω, ὅθεν συνοχωκότε, Ἰλ. Β. 218· ἐντεῦθεν ὀκωχή, ἡ ὀχή, Ἐτυμ. Μέγ. 596. 51· ὀκωχεύω, ἔχω, συνέχω, Ἡσύχ.
Greek Monotonic
ὄκωχα: Επικ. παρακ. του ἔχω.