ὅπουπερ

From LSJ

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source

German (Pape)

[Seite 363] wo auch, überall wo; Plat. Legg. XI, 927 b, c. ind.; u. c. opt., ἐθήρα, ὅπου περ ἐπιτυγχάνοι θηρίοις, Xen. Cyr. 3, 3, 5.

French (Bailly abrégé)

adv.
c. ὅπου.
Étymologie: ὅπου, περ.

Russian (Dvoretsky)

ὅπουπερ: adv. где только, всюду где: ἐθήρα ὅ. ἐπιτυγχάνοιεν θηρίος Xen. (Кир с приближенными) охотился всюду, где они находили дичь.