εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met
éol. c. Ὀδυσσεύς.
Ὀδῠσεῦς: эол. gen. к Ὀδυσσεύς.