διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
adv.à la façon d'Homère.Étymologie: Ὁμηρικός.
Ὁμηρικῶς: по-гомеровски Plut.