Ὁμηρικός

From LSJ

τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ὁμηρικός Medium diacritics: Ὁμηρικός Low diacritics: Ομηρικός Capitals: ΟΜΗΡΙΚΟΣ
Transliteration A: Homērikós Transliteration B: Homērikos Transliteration C: Omirikos Beta Code: *(omhriko/s

English (LSJ)

Ὁμηρική, Ὁμηρικόν,
A Homeric, in the manner of Homer, Pl.R. 600b: Comp. -κώτερος Str.1.1.6: Sup. -κώτατος Longin.13.3. Adv. Ὁμηρικῶς Strato Com.1.30, Cic.Att.1.16.1: Comp. Ὁμηρικώτερον A.D.Synt.165.12.
II used equivocally, as Ὁμηρίζω III, AP11.218 (Crates).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d'Homère, homérique ; ὁ Ὁμηρικός, surnom donné à Aristarque.
Étymologie: Ὅμηρος.

Russian (Dvoretsky)

Ὁμηρικός: гомеровский или подражающий Гомеру Plat., Arst., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

Ὁμηρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Ὅμηρον, κατὰ τὸν τρόπον τοῦ Ὁμήρου, Πλάτ. Πολ. 600Β, Στράβων ἐν «Φοινικίδῃ» 1. 30, συγκρ. -ώτερος, Στράβ. 3· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Κικ. πρ. Ἀττ. 1. 16· συγκρ. -ώτερον, Ἀπολλών. π. Συνάξ. 165. ΙΙ. ἀμφιλόγως ὡς τὸ ὁμηρίζω ΙΙ, ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Ἀνθολ. Π. 11. 218.

Greek Monotonic

Ὁμηρικός: -ή, -όν, Ομηρικός, κατά τον τρόπο του Ομήρου, σε Πλάτ.

Middle Liddell

Ὁμηρικός, ή, όν
Homeric, in Homeric manner, Plat.