ὑπηῷος
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
English (LSJ)
η, ον, (ἠώς) = ὑπηοῖος, A.R.4.841, Q.S.4.111, etc.
German (Pape)
[Seite 1206] = ὑπηοῖος, Qu. Sm. 4, 111.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπηῷος: -α, -ον, (ἠὼς) = ὑπηοῖος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 841, Κόϊντ. Σμυρν. 4. 111, κλπ.
Greek Monolingual
-ον, Α
πρωινός, αυτός που γίνεται πολύ πρωί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἠῷος (< ἠώς)].