ὑποδέομαι

From LSJ

δήλωσιν ποιούμενος ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο → intimating that it was a mere matter of chance who was hit and killed by stones and bow-shots

Source

German (Pape)

[Seite 1214] (s. δέω), dep. pass., flehentlich bitten, Greg. Naz.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδέομαι: ἀποθ., δέομαι ἱκετευτικῶς, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

Α
παρακαλώ με ικεσίες, ικετεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δέομαι «παρακαλώ»].