ὑπότοπος
From LSJ
ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head
English (LSJ)
ὑπότοπον, suspicious, Polem.Phgn. 37 (sed leg. καχύποπτοι).
German (Pape)
[Seite 1236] = ὕποπτος, verdächtig, zw.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπότοπος: -ον, ὁ ὑποτοπῶν, ὑποπτεύων, Πολέμων ἐν Φυσιογν. σ. 265 (ἔνθα ἀντὶ τοῦ καὶ ὑπότοποι ἀναγνωστέον καχύποπτοι).
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που υποψιάζεται κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. ὑποτοπῶ «υποπτεύω»].