ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him
3ᵉ sg. impf. itér. de ῥήγνυμι.
ῥήγνυσκε: эп. 3 л. sing. impf. iter. к ῥήγνυμι.