ῥίζινος
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
English (LSJ)
η, ον, made from a root (viz. of ἐρευθέδανον), πορφύρα PHolm.26.29.
Greek Monolingual
-η, -ον, Α ῥίζα
αυτός που προέρχεται από τη ρίζα του γνωστού με τη λόγια ονομασία φυτού ρουβία η βαφική.