ῥαφιδεύς
From LSJ
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
English (LSJ)
-έως, ὁ, = ῥαφεύς, AP11.288 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 835] ὁ, = ῥαφεύς, Pallad. 51 (IX, 288), wo αἱ ῥαφίδες seine Werkzeuge sind.
Russian (Dvoretsky)
ῥᾰφῐδεύς: έως ὁ портной Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ῥαφῐδεύς: έως, ὁ, = ῥαφεύς, Ἀνθ. Π. 11. 288.
Greek Monolingual
ὁ, θηλ. ῥαφίδεια, Α
ο ράφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαφίς, -ίδος + κατάλ. -εύς (πρβλ. γραφεύς)].