ῥιγαλέος

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῑγᾰλέος Medium diacritics: ῥιγαλέος Low diacritics: ριγαλέος Capitals: ΡΙΓΑΛΕΟΣ
Transliteration A: rhigaléos Transliteration B: rhigaleos Transliteration C: rigaleos Beta Code: r(igale/os

English (LSJ)

α, ον, (ῥῖγος) cold, chilling, ὄμβρος Emp.21.5.

German (Pape)

[Seite 841] schaurig, kalt; ὄμβρος, Empedocl. 72; Arist. de gener. 1, 1.

Russian (Dvoretsky)

ῥῑγᾰλέος: холодный (ὄμβρος Emped.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥῑγᾰλέος: -α, -ον, (ῥῑγος) ψυχρός, παγετώδης, ὄμβρος Ἐμπεδ. 124.

Greek Monolingual

-α, -ον, Α
αυτός που προκαλεί ρίγος, ψυχρόςῥιγαλέος ὄμβρος», Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος + επίθημα -αλέος (πρβλ. ἀργαλέος)].