λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings
Ἰουδαία, ἡ.
a Jew: Ἰουδαῖος, ὁ.
Jewish: Ἰουδαϊκός.