3,274,522
edits
m (Text replacement - "f. l." to "f.l.") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[τράπω]] Α<br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] να στραφεί, να αλλάξει [[κατεύθυνση]] ή [[στάση]] (α. «οι κακές παρέες τον έτρεψαν στο [[κακό]]» β. «πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι... [[ἦτορ]]», <b>Πίνδ.</b><br />γ. «τήνδε... τὴν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην ἡμῖν [[εἶναι]] τρέπεσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μετατρέπω]], [[μεταβάλλω]], [[αλλάζω]] (α. «το <i>ε</i> του θέματος τρέπεται σε <i>ο</i>» β. «ἐπὶ τὸ βέλτιον τρέπειν», <b>Αριστοφ.</b><br />γ. «τρέπεται [[χρώς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>τρέπομαι</i><br />α) κατευθύνομαι<br />β) [[στρέφω]] την [[προσοχή]] μου σε [[κάτι]], αφοσιώνομαι, επιδίδομαι σε [[κάτι]] («τρέπεσθαι πρὸς τὸν πότον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[τρέπω]] σε [[φυγή]]», «[[τρέπω]] εἰς φυγήν» — [[αναγκάζω]] κάποιον να υποχωρήσει τρέχοντας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατευθύνω]] κάποιον [[εναντίον]] άλλου («ἐς κεφαλὴν τρέποιτό μοι» — ας πέσει στο [[κεφάλι]] μου, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποτρέπω]], [[απομακρύνω]], [[εμποδίζω]] («τρέψας ἀπὸ τείχεος», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αναγκάζω]] κάποιον να φύγει τρέχοντας («ἔτρεψε [[φάλαγγας]]», Τυρτ.)<br /><b>4.</b> [[ανατρέπω]], [[αναποδογυρίζω]]<br /><b>5.</b> [[μεταχειρίζομαι]], [[χρησιμοποιώ]] («τὰ μὲν ἄνω αὐτῆς [τῆς βίβλου]... εἰς [[ἄλλο]] τι τρέπουσι, τὸ δὲ [[κάτω]] τρώγουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> (μέσ. και παθ.) (για [[τόπο]]) [[είμαι]] στραμμένος [[προς]] κάποια [[κατεύθυνση]], [[βλέπω]] [[προς]] κάποιο [[μέρος]] («ἀντ' ἠελίου τετραμμένος», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[πάλιν]] [[τρέπω]]» — [[γυρίζω]] κάποιον [[προς]] τα [[πίσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. [[τρέπω]] ανάγεται [[κατά]] μία [[άποψη]] σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>trep</i> και συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>trapate</i> «[[νιώθω]] [[ντροπή]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ἐντρέπομαι</i>). Ο τ. όμως <i>toroqo</i> «στριφτό [[κρόσσι]]», που μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή, οδήγησε πολλούς να υποθέσουν ότι το ρ. ανάγεται σε [[ρίζα]] <i>trek</i><sup>w- </sup>με χειλουπερωικό φθόγγο (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>torqueo</i> «[[στρέφω]]»), αν και ο μυκην. τ. θα μπορούσε [[κάλλιστα]] να συνδεθεί με το ρ. [[στρέφω]] (<b>πρβλ.</b> μυκην. <i>kusutoroqa</i> - [[συστροφή]], <b>βλ. λ.</b> [[στρέφω]]). Στην απαθή [[βαθμίδα]] του θ. <i>τρεπ</i>- ανάγονται το ουσ. [[τρέψις]] και το ρηματ. επίθ. [[τρεπτός]], στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τροπ</i>- τα ουσ. [[τρόπος]], [[τροπή]], [[τροπίας]], [[τρόπις]], [[επίσης]] το ρ. <i>τροπῶ</i>, ενώ στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>τραπ</i>- ανάγονται ο δωρ. τ. του ρ. [[τράπω]] και τα σύνθ. σε -<i>τράπ</i>-<i>ελος</i> ( | |mltxt=ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[τράπω]] Α<br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] να στραφεί, να αλλάξει [[κατεύθυνση]] ή [[στάση]] (α. «οι κακές παρέες τον έτρεψαν στο [[κακό]]» β. «πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι... [[ἦτορ]]», <b>Πίνδ.</b><br />γ. «τήνδε... τὴν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην ἡμῖν [[εἶναι]] τρέπεσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μετατρέπω]], [[μεταβάλλω]], [[αλλάζω]] (α. «το <i>ε</i> του θέματος τρέπεται σε <i>ο</i>» β. «ἐπὶ τὸ βέλτιον τρέπειν», <b>Αριστοφ.</b><br />γ. «τρέπεται [[χρώς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>τρέπομαι</i><br />α) κατευθύνομαι<br />β) [[στρέφω]] την [[προσοχή]] μου σε [[κάτι]], αφοσιώνομαι, επιδίδομαι σε [[κάτι]] («τρέπεσθαι πρὸς τὸν πότον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[τρέπω]] σε [[φυγή]]», «[[τρέπω]] εἰς φυγήν» — [[αναγκάζω]] κάποιον να υποχωρήσει τρέχοντας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατευθύνω]] κάποιον [[εναντίον]] άλλου («ἐς κεφαλὴν τρέποιτό μοι» — ας πέσει στο [[κεφάλι]] μου, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποτρέπω]], [[απομακρύνω]], [[εμποδίζω]] («τρέψας ἀπὸ τείχεος», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αναγκάζω]] κάποιον να φύγει τρέχοντας («ἔτρεψε [[φάλαγγας]]», Τυρτ.)<br /><b>4.</b> [[ανατρέπω]], [[αναποδογυρίζω]]<br /><b>5.</b> [[μεταχειρίζομαι]], [[χρησιμοποιώ]] («τὰ μὲν ἄνω αὐτῆς [τῆς βίβλου]... εἰς [[ἄλλο]] τι τρέπουσι, τὸ δὲ [[κάτω]] τρώγουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> (μέσ. και παθ.) (για [[τόπο]]) [[είμαι]] στραμμένος [[προς]] κάποια [[κατεύθυνση]], [[βλέπω]] [[προς]] κάποιο [[μέρος]] («ἀντ' ἠελίου τετραμμένος», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[πάλιν]] [[τρέπω]]» — [[γυρίζω]] κάποιον [[προς]] τα [[πίσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. [[τρέπω]] ανάγεται [[κατά]] μία [[άποψη]] σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>trep</i> και συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>trapate</i> «[[νιώθω]] [[ντροπή]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ἐντρέπομαι</i>). Ο τ. όμως <i>toroqo</i> «στριφτό [[κρόσσι]]», που μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή, οδήγησε πολλούς να υποθέσουν ότι το ρ. ανάγεται σε [[ρίζα]] <i>trek</i><sup>w- </sup>με χειλουπερωικό φθόγγο (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>torqueo</i> «[[στρέφω]]»), αν και ο μυκην. τ. θα μπορούσε [[κάλλιστα]] να συνδεθεί με το ρ. [[στρέφω]] (<b>πρβλ.</b> μυκην. <i>kusutoroqa</i> - [[συστροφή]], <b>βλ. λ.</b> [[στρέφω]]). Στην απαθή [[βαθμίδα]] του θ. <i>τρεπ</i>- ανάγονται το ουσ. [[τρέψις]] και το ρηματ. επίθ. [[τρεπτός]], στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τροπ</i>- τα ουσ. [[τρόπος]], [[τροπή]], [[τροπίας]], [[τρόπις]], [[επίσης]] το ρ. <i>τροπῶ</i>, ενώ στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>τραπ</i>- ανάγονται ο δωρ. τ. του ρ. [[τράπω]] και τα σύνθ. σε -<i>τράπ</i>-<i>ελος</i> ([[πρβλ]]. [[εὐτράπελος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |