Anonymous

ὠφέλιμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὠφέλιμος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. σπαν. και -ίμη, ΜΑ<br />1.αυτός που ωφελεί, [[επωφελής]], [[χρήσιμος]] (α. «η [[άθληση]] [[είναι]] ωφέλιμη για το [[σώμα]]» β. «τὸ καλὸν [[ἔργον]] ἀγαθόν τε καὶ ὠφέλιμον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ωφέλιμο</i>- [[ωφέλεια]], [[χρησιμότητα]] (α. «τί το ωφέλιμο βλέπεις σε αυτήν την [[ενέργεια]];» β. «τὰς πόλεις ἐπὶ τὸ ὑμῖν ὠφέλιμον καταστησάμενος», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ωφέλιμο [[βάρος]]» — το [[βάρος]] που μπορεί να μεταφέρει ένα όχημα, [[αφού]] αφαιρεθεί το απόβαρό του<br />β) «το τερπνόν [[μετά]] του ωφελίμου» — <b>βλ.</b> [[τερπνός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ωφελίμως]] / <i>ὠφελίμως</i> ΝΜΑ, και <i>ωφέλιμα</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο ωφέλιμο, επωφελώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὠφελῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i> ([[πρβλ]]. <i>φρόν</i>-<i>ιμος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[ὠφέλιμος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. σπαν. και -ίμη, ΜΑ<br />1.αυτός που ωφελεί, [[επωφελής]], [[χρήσιμος]] (α. «η [[άθληση]] [[είναι]] ωφέλιμη για το [[σώμα]]» β. «τὸ καλὸν [[ἔργον]] ἀγαθόν τε καὶ ὠφέλιμον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ωφέλιμο</i>- [[ωφέλεια]], [[χρησιμότητα]] (α. «τί το ωφέλιμο βλέπεις σε αυτήν την [[ενέργεια]];» β. «τὰς πόλεις ἐπὶ τὸ ὑμῖν ὠφέλιμον καταστησάμενος», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ωφέλιμο [[βάρος]]» — το [[βάρος]] που μπορεί να μεταφέρει ένα όχημα, [[αφού]] αφαιρεθεί το απόβαρό του<br />β) «το τερπνόν [[μετά]] του ωφελίμου» — <b>βλ.</b> [[τερπνός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ωφελίμως]] / <i>ὠφελίμως</i> ΝΜΑ, και <i>ωφέλιμα</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο ωφέλιμο, επωφελώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὠφελῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i> ([[πρβλ]]. [[φρόνιμος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm