ἄρκιος

English (LSJ)

(A), α, ον Arat.741, ος, ον AP11.59 (Maced.): (ἀρκέω):—Ep. Adj.
A to be relied on, sure, certain, οὔ οἱ ἔπειτα ἄρκιον ἐσσεῖται φυγέειν he shall have no hope to escape, Il.2.393; νῦν ἄρκιον ἢ ἀπολέσθαι ἠὲ σαωθῆναι one of these is certain, to perish or be saved, 15.502; μισθὸς δέ οἱ ἄ. ἔσται a sure reward, 10.304, cf. Od.18.358, but, a sufficient reward in Hes.Op.370; βίος ἄρκιος ib.501,577.
II enough, sufficient, ἄρκιον εὑρεῖν to be sure of having enough, ib.351, A.R.2.799, Theoc. 8.13; ὄφρα.. σφίσιν ἄρκιος εἴη that he might be sufficient for them, Id.25.190; δέμας ἄρκιος Opp.C.3.185, cf. H.3.601; helpful, useful, παντὶ γὰρ ἄ. ἐστι Nic.Th.508, cf. Opp.C.3.173; ἄρκια νούσων remedies against... Nic.Th.837: c. inf., able to... Call.Fr.51a, cf. Cer.35. ἀρκίως = sufficiently Hsch.
III in comp. sense, ἄρκιον ἦν θνᾴσκειν it were better.., AP9.154 (Agath.).

(B), v. ἄρκειος.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Morfología: [-ος, -ον AP 11.59 (Maced.), 7.726 (Leon.); ac. plu. ἀρκίος medido ¯˘˘ Call.Cer.34]
I 1bastante, suficiente c. dat. de pers. o abs. μισθὸς ... οἱ ἄ. ἔσται él tendrá un premio suficiente, Il.10.304, cf. Od.18.358, μισθὸς ... ἀνδρὶ φίλῳ ... ἄ. ἔστω Hes.Op.370, βίος Hes.Op.501, 577, (κέλευθος) Theoc.25.190, cf. 8.13, ἄρκιον ἱστῷ ... κρόκην trama bastante para un telar, AP 7.726 (Leon.), μέτρον ... τἄρκιον ἠσπασάμην AP 10.102 (Bass.), δέμας Opp.C.3.185, σκέπας Opp.C.3.173, σώματι ... πόρον ἄρκιον acceso suficiente para un cuerpo Opp.H.3.601, ὄλβος Man.6.677, ἄρκιον εἰς κόρον ... κῦδος Apoll.Met.Ps.16.15, cf. 99.6, 118.271, ἄρκιον ... οὐ πέλε γῆρας no fue suficiente la vejez Nonn.D.7.41, cf. 45, Ἰνδός Nonn.D.22.394, σθένος Nonn.D.37.177, ἀσταφὶς οἰνοπόταις AP 11.59 (Maced.)
neutr. plu. subst. lo suficiente, lo necesario πέπαμαι ἄρκια καὶ τοῖς ... ἑτάροις D.L.1.81.
2 c. inf. capaz de μοῖραι ἄρκιαι ἐξειπεῖν Arat.741, οὐδ' ἐγὼ ἄ. εἴην ... ἐνισπεῖν Arat.460, παῖς ... ἀγκάσσασθαι ἄ. Call.Fr.236.2, ἀνδρογίγαντας ὅλαν πόλιν ἀρκίος ἆραι gigantes capaces de destruir una ciudad entera Call.l.c., τεῖσαι χάριν ἄ. εἰμι A.R.2.799, ἄρτοι ... οὐκ ἄρκιοί εἰσι κορέσσαι Nonn.Par.Eu.Io.6.7, cf. D.7.221.
II neutr. como pred. nom. c. suj. inf. posible οὔ οἱ ... ἄρκιον ἐσσεῖται φυγέειν no le será posible escapar, Il.2.393, ἄρκιον ἢ ἀπολέσθαι ἠὲ σαωθῆναι una de estas posibilidades es segura, o morir o salvarse, Il.15.502
preferible, mejor ἄρκιον ἦν θνᾴσκειν τὸν βουκόλον AP 9.154 (Agath.), μέτρον ἐμοὶ ... ἄρκιον εὐφροσύνης AP 11.45 (Honest.), ἄρκιον εἴη φράζεσθαι sería preferible decir Arat.1148.
III neutr. subst. τὸ ἄρκιον = remedio, ayuda ὡς ἂν ... ἐς ὕστερον ἄρκιον εὕρῃς para que en el futuro encuentres ayuda Hes.Op.351, παντὶ ... ἄ. ἐστι es un remedio para todo Nic.Th.508, ἄρκια νούσων remedios contra las enfermedades Nic.Th.837.
IV adv. ἀρκίως = suficientemente Hsch.

German (Pape)

[Seite 354] = ἄρκτειος? ον, worauf man sich verlassen kann, sicher, vgl. Buttm. Lexil. II p. 35 f; Hom. viermal: μισθὸς δέ τοι ἄρκιος ἔσται Od. 18, 358, vgl. Iliad. 10, 304; νῦν ἄρκιον ἢ ἀπολέσθαι ἠὲ σαωθῆναι καὶ ἀπώτασθαι κακὰ νηῶν Iliad. 15, 502, es ist sicher, daß wir siegen oder sterben müssen; οὔ οἱ ἔπειτα ἄρκιον ἐσσεῖται φυγέειν κύνας ήδ' οἰωνούς 2, 393, es wird ihm sicher sein, daß er den Hunden u. Vögeln nicht entgeht; μισθὸς δ' ἀνδρὶ φίλῳ εἰρημένος ἄρκιος ἔστω, der verabredete Lohn sei sicher, Hes. O. 370; βίος 499 u. 575, sicherer Lebensunterhalt; vgl. 349. Bei Sp. vermögend, genügend, Ap. Rh. 2, 799; Theocr. 8, 13; τὰ ἄρκια, Heilmittel, νούσων Nic. Th. 837 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

α poét. ος, ον :
qui écarte (le mal, le danger, etc.) ; qui donne la sécurité ; assuré, sûr : μισθὸς ἄρκιος IL récompense assurée ; οὔ οἱ ἄρκιον ἐσσεῖται φυγέειν κύνας IL il ne sera pas sûr d'échapper aux chiens ; νῦν ἄρκιον ἢ ἀπολέσθαι ἠὲ σαωθῆναι IL maintenant une de ces deux choses est inévitable, ou périr, ou être sauvé.
Étymologie: R. Ἀρκ écarter ; cf. ἀρκέω.

English (Autenrieth)

(root ἀρκ), helping, to be depended upon, certain; οὔ οἱ ἔπειτα | ἄρκιον ἐσσεῖται φυγέειν κύνας ἠδ' οἰωνούς, ‘nothing shall avail him' to escape, Il. 2.393 ; νῦν ἄρκιον ἢ ἀπολέσθαι | ἠὲ σαωθῆναι, a ‘surething, i. e. no other alternative presents itself, Il. 15.502; so, μισθὸς ἄρκιος, Κ 3, Od. 18.358, unless the word has here attained to its later meaning of sufficient. Cf. ἀρκέω.

Greek Monolingual

(I)
ἄρκιος, -α, -ον (Α)
1. αρκετός
2. αυτός που αποκρούει τον κίνδυνο, ο ασφαλής, ο βέβαιος
3. ο χρήσιμος, ο ωφέλιμος
4. «ἄρκια νούσων» — φάρμακα για τις αρρώστιες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τα αρκώ, άρκος (θ. αρκ. < ΙΕ ρίζα areq- «προστατεύω, ασφαλίζω»), αλλά είναι ασαφείς τόσο ο σχηματισμός, όσο και η σημασιολογική του εξέλιξη και η ίδια η ετυμολογική προέλευσή του. Αρχικά σήμαινε «ασφαλής, βέβαιος» και αργότερα (Αλεξανδρινοί ποιητές, Ησύχιος) προσέλαβε τη σημασία «επαρκής, χρήσιμος»].
(II)
ἄρκιος, -α, -ον (Α)
άρκτειος.

Greek Monotonic

ἄρκιος: -α, -ον και -ος, -ον (ἀρκέω), αρκετός, σίγουρος, βέβαιος, ασφαλής, νῦν ἄρκιονἀπολέσθαι ἠὲ σαωθῆναι, ένα είναι βέβαιο ή θα πεθάνουμε ή θα σωθούμε, σε Ομήρ. Ιλ.· μισθὸς ἄρκιος, ικανοποιητικός, μεγάλος μισθός, σε Όμηρ.· ἄρκιον εὑρεῖν, έχω αρκετά, σε Θεόκρ.· σφίσιν ἄρκιος, ισάξιος αντίπαλος προς αυτούς, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἄρκιος: 3, редко
1 надежный, обеспеченный (μισθός Hom., Hes.; βίος Hes.): οὔχ οἱ ἄρκιον ἐσσεῖται φυγέειν Hom. едва ли убежать ему; νῦν ἄρκιον ἄπώσασθαι κακὰ νηῶν Hom. теперь несомненно, что нужно предотвратить гибель кораблей;
2 достаточный (τινι Theocr., Anth.).

Middle Liddell

ἀρκέω
sufficient, sure, certain, νῦν ἄρκιονἀπολέσθαι ἠὲ σαωθῆναι one of these is certain, either to perish or be saved, Il.; μισθὸς ἄρκιος a sure reward, Hom.; ἄρκιον εὑρεῖν to have enough, Theocr.; σφίσιν ἄρκιος a match for them, Theocr.