ἐλαχύς
ἔστ' ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται → the time will come when Apollo will return to stay forever
English (LSJ)
ἐλάχεια (not ἐλαχεῖα, Hdn.Gr.1.249), ἐλαχύ, small, short, mean, little: old Ep.Positive, whence ἐλάσσων, ἐλάχιστος are formed: in early Ep. only fem., h.Ap.197, v.l. in Od.9.116, 10.509 (v. λάχεια): in later Ep., Archyt.Amphiss.2, Euph.11, Nic.Th.324, Opp.C.3.480, Nonn. D. 37.314: neut. ἐλαχὺ σκάφος AP7.498 (Antip.). (legu̯h- or lengu̯h-, cf. Lat. levis, Lith. leñgvas 'light'.)
Spanish (DGE)
ἐλάχεια, ἐλαχύ
• Alolema(s): fem. λάχεια Od.9.116, 10.509; fem. ἐλαχεῖα Opp.C.3.480
• Prosodia: [-ᾰ-]
• Morfología: [compar. ἐλάσσων, át. ἐλάττων, gen. -ονος, ac. sg. masc. y fem. ἐλάσσω, dór. nom. plu. ἐλάσσως Ar.Lys.1260; sup. ἐλάχιστος, ἐλαχίστη, ἐλάχιστον, hipercar. ἐλαχιστότατος S.E.M.3.54; compar. del sup. ἐλαχιστότερος Ep.Eph.3.8]
compar. y sup. supletivos de μικρός
A Iref. al tamaño, magnitud o extensión
1 poco elevado, plano νῆσος ... λάχεια Od.9.116, ἀκτή Od.10.509.
2 pequeño οὐκ ἐλάχεια, ἀλλὰ μάλα μεγάλη τε ἰδεῖν ... Ἄρτεμις h.Ap.197, δόμος Call.Fr.525, σκάφος AP 7.498 (Antip.), ἐλαχείῃ ἐνιτρέφεται Σιδόεντι Archyt.Amph.2, ἐλαία Nonn.D.37.314
•corto οὐρή Nic.Th.324, Opp.l.c.
3 fig. insignificante, ligero ἐγὼ δ' εἴην οὑλαχύς Call.Fr.1.32.
II compar.
1 ref. al tamaño más pequeño, menor
a) τὴν ἀρχὴν ... ἐλάττω νομίσας ἢ κατὰ τὴν αὑτοῦ φύσιν εἶναι porque pensaba que el reino (de su madre) era inferior a lo que le correspondía por su naturaleza Isoc.11.11, μέλλει πωλεῖν αὐτὴν διὰ τὸ ἐλάττω εἶναι tiene intención de venderla (la casa) porque es demasiado pequeña Thphr.Char.23.9
•con γίγνομαι empequeñecerse, disminuir τὸ πνεῦμ' ἔλαττον γίγνεται Ar.Eq.441, ὅσῳ δὲ τὰ τῆς πόλεως ἐλάττω γέγονεν, τοσούτῳ τὰ τούτων ηὔξηται D.3.29;
b) neutr. subst. en expr. c. prep. (lo) más pequeño, más corto τὰς πρῴρας τῶν νεῶν ξυντεμόντες ἐς ἔλασσον acortaron las proas de sus naves Th.7.36, εἰ δέ τις ταῦτα καταλύοι ἐπὶ τὰ ἐλάσσονα si alguien derogase estas decisiones en detalles menores, SEG 33.1034.B13 (Eólide III a.C.), ἐπὶ τὸ πλέον ἢ ἐπὶ τὸ ἔλαττον más o menos de las medidas de un terreno PSI 916.4 (I d.C.), cf. BGU 1158.9 (I a.C.), Mitteis Chr.363.10 (IV d.C.), ὡς ἐτῶν δώδεκα πλέω ἔλαττον SB 15969.13 (V/VI d.C.);
c) gram. ἔλαττον ἢ κατηγόρημα abreviado o absoluto n. que los estoicos daban a un predicado sin régimen, A.D.Synt.281.26;
d) métr. neutr. como adv. ἰωνικὴ βάσις ἀπ' ἐλάσσονος jónico «a minore» Sch.Pi.O.14T.
2 ref. a la cantidad o el número:
a) inferior en número, menos numeroso, abundante o frecuente ἐλάσσονες ἐόντες ἀριθμόν Hdt.8.66, λαγνείῃσιν ἐλάσσοσι χρῆσθαι tener relaciones sexuales menos frecuentes Hp.Vict.1.35, πλῆθος Th.1.49, ἦν γὰρ τὤνδρες οὐκ ἐλάσσως τᾶς ψάμμας τοὶ Πέρσαι pues los guerreros persas eran no menos numerosos que los granos de arena Ar.Lys.1260
•subst. οἱ δὲ ἐλάσσονες λέγουσι ... una minoría dice ... Hdt.3.121
•con numerales ἔχων οὐκ ἐλάττους ἢ ὀγδοήκοντα μνᾶς ἀργυρίου Aeschin.1.56, οὐκ ἐλάττους ὀγδοήκοντα D.S.14.8;
b) ref. a la distancia στάδιοι οὐκ ἐλάσσονες ... ἢ ὀκτώ Hdt.6.112.1
•gener. neutr. adv. ἔλασσον menos τὸ Ἐνυαλιεῖον, ὅ ἐστιν ἔλασσον ἄπωθεν el templo de Enialio, que está a menor distancia Th.4.67, ὅτε δή ῥ' ἄπεσαν δουρηνεκὲς ἢ καὶ ἔλασσον cuando ya distaban un tiro de lanza o incluso menos, Il.10.357, δι' ἐλάσσονος a menor distancia Th.3.51, 7.4.
3 ref. al tiempo más breve, más corto, menor ἐλάττω χρόνον ἀποδημήσας Pl.Plt.295c, βίος Pl.Ti.75c
•ac. adverb. durante menos tiempo c. término de compar. en gen. οὐκ ἐλάττω τριάκοντα ἐτῶν ἀκηκοότες habiendo escuchado lecturas no menos de treinta años Pl.Ep.314b, cf. Cri.53a, Lg.856d, Iust.Nou.1.4, 22.19.
4 ref. a calidad, orden o rango inferior a
a) c. gen. de pers. o cosa Εὐφημίδου οὐδὲν ἐλάττων Ar.V.599, cf. X.Lac.5.8, γενόμενος δὲ τοῦ πάθους ἐλάττων vencido por la emoción Plu.Cor.34
•abs., de pers. οἱ ἐλάττονες los inferiores Isoc.2.13, Alex.121.12, ἐλαττόνων εἶ βοηθός LXX Iu.9.11, no de pers. ἐλάσσονα ἱερά templos de segundo orden, COrd.Ptol.53.70 (II a.C.), ἀπὸ καλλιόνων τόπων εἰς ἐλάττους μεταφέρειν Gp.2.48 tít.;
b) neutr. como adv. menos, poco ἐμοὶ δ' ἔλασσον Ζηνὸς ἢ μηδὲν μέλει Zeus me importa menos que nada A.Pr.938, cf. S.El.598, περὶ ἐλάσσονος ποιήσασθαι considerar menos importante Hdt.6.6, παρ' ἔλαττον ... ἡγήσασθαι considerar en menos Pl.R.546d, ἅπαντα δ' ἐν ἐλάττονι θέμενοι τῆς σφετέρας πλεονεξίας poniendo todo por debajo de su propia codicia Plb.4.6.12, ἐν ἐλάττονι ποιεῖσθαι Heraclid.Pont.58, οὐκ ἔλαττον ἤ no menos que Pl.R.564d
•c. ἔχω llevar la peor parte, ser inferior τοὔλασσον ἔχειν Thgn.269, οὐδὲν ἔλασσον ἔχειν τῇ μάχῃ no mostrar inferioridad en la batalla Hdt.9.102, cf. D.21.187.
5 fil. τὸ ἔλαττον ἄκρον el término o premisa menor en el silogismo, Arist.APr.26a18, 26b38, 28a14.
III sup.
1 muy pequeño, mínimo por tamaño γέρας οὐκ ἐλάχιστον h.Merc.573, δύναμις Hdt.7.168, σῶμα Democr.B 141
•subst. τὸ ἐλάχιστον = lo mínimo, lo más pequeño del átomo en el sistema de Epicuro, Demetr.Lac.Herc.1012.48
•en la locución adverb. περὶ ἐλαχίστου = al mínimo περὶ ἐλαχίστου ποιεῖσθαι estimar al mínimo, en nada Pl.Ap.30a.
2 ref. al número y la cantidad:
a) en plu. el menor número, muy pocos ἐλάχιστοι φαλακροί Hdt.3.12, ὅπως ὅτι ἐλαχίστοις (ἀπορρήτων) συνέβη ἀκοῦσαι Pl.R.378a, ἐλάχιστοι τὸν ἀριθμόν Arist.Pol.1312a30;
b) que es el mínimo ἐν ἐλαχίστοις δυσίν entre dos como mínimo Arist.EN 1131a15;
c) geom. neutr. plu. subst. ἐλάχιστα καὶ μέγιστα Apollon.Perg.Con.1 (p.4);
d) neutr. como adv. como mínimo, al menos ὅκως ἔλθοι ὁ ποταμὸς ἐπὶ ὀκτὼ πήχεας τὸ ἐ. Hdt.2.13, τοὐλάχιστον X.An.5.7.8, ἐπὶ τοὐλάχιστον D.4.21, PTeb.24.67 (II a.C.);
e) en giros por poco ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι faltó poco para que los destruyera Th.2.77, παρ' ἐλάχιστον ἐποίησεν αὐτοὺς ἀφαιρεθῆναι D.17.22.
3 ref. al tiempo, neutr. como adv.:
a) sg. en muy poco tiempo δι' ἐλαχίστου Th.3.39;
b) en plu. muy pocas veces ὡς ἐλάχιστα διαλέγεσθαι = dialogar el menor número de veces posible Pl.Phd.63d, cf. Democr.B 189.
4 ref. a la cualidad:
a) no de pers. de mínima importancia ἦν ... λόγου ἐλαχίστου Hdt.1.143, δι' ἐλαχίστου por el menor motivo, PHeid.408.8 (IV/V d.C.)
•subst. μέγιστα τοῖς ἐλαχίστοις προσεπλάττετο convertía en enormidades las más pequeñas banalidades I.BI 1.469;
b) de pers. humildísimo ἐλαχιστότερος πάντων ἁγίων el más humilde de todos los santos, Ep.Eph.l.c., οἱ ἀδελφοὶ μου οἱ ἐλάχιστοι Eu.Matt.25.40, como fórmula de modestia μὲ τὸν ἐλάχιστον PNepheros 9.5 (IV d.C.), cf. SEG 33.1316 (crist.), IPhilippi 353 (V/VI d.C.).
B adv. -ως
I compar. ἐλασσόνως
1 en menor grado, menos, en menor medida ἐλασσόνως ἢ κατ' ἀξίαν Antipho 4.4.6, op. μειζόνως Pl.Lg.867, cf. Plot.6.3.7.
2 en una extensión menor Origenes Princ.1.3.5.
II sup. ἐλαχίστως
1 mínimamente, en mínimo grado ἕξεις ἐ. μεῖον (τὸ φάρμακον) Damocr. en Gal.13.1057.
2 muy brevemente, en muy poco tiempo Hp.Praec.2.
• Etimología: De *H1ln̥gu̯- con prótesis vocálica, cf. ai. laghú-, raghú- ‘ligero’, ‘rápido’.
French (Bailly abrégé)
ἐλάχεια, ἐλαχύ;
petit, court;
Cp. ἐλάσσων, Sp. ἐλάχιστος.
Étymologie: cf. lat. levis p. *legvis ; skr. laghus, avec ε prosth. en grec ; apparenté à ἐλαφρός.
German (Pape)
ἐλάχεια, ἐλαχύ, klein, kurz, gering. Das femin. ist nach der ausdrücklichen Überlieferung des Altertums Proparoxytonon, s. Lehrs Quaest. Ep. p. 166. – Über das mascul. s. die Stellen alter Grammatiker bei Lehrs p. 169 sq. – Das neutr. erscheint bei Antip.Sid. 106 (Anth. VII.498), ἐλαχὺ σκάφος. – Hom. hat das Wort an zwei Stellen, Od. 9.116 νῆσος ἔπειτ' ἐλάχεια, var. lect. νῆσος ἔπειτα λάχεια, Od. 10.509 ἔνθ' ἀκτή τ' ἐλάχεια, var. lect. ἔνθ' ἀκτή τε λάχεια. Das λάχεια wird doch aber wohl nur Nebenform von ἐλάχεια sein, dgl. Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 2. Aufl. S. 175. Nach Scholl. Od. 9.116 ist dort ἐλάχεια mit dem ε Zenodots Schreibung, vgl. Duentzer Zenodot. p. 55, Carnuth Aristonic. Od. 9.116, 10.509. – Das femin. ἐλάχεια Hom. hymn. Apoll. 197, Nic. Th. 324, Oppian. Cyn. 3.480, Nonn. 37.314 und öfter; dativ. ἐλαχείῃ Euphor. oder Archyt. bei Athen. III.82a (Meineke Anal. Alex. p. 44). – Den Komparat. ἐλάσσων, entstanden aus ἐλαχίων, und den superlat. ἐλάχιστος s. besonders.
Russian (Dvoretsky)
ἐλᾰχύς: ἐλάχεια, ἐλᾰχύ (compar. ἐλάσσων, superl. ἐλάχιστος) маленький, небольшой, незначительный (νῆσος ἐλάχεια Hom. - v.l. λάχεια; οὐκ ἐλάχεια Ἄρτεμις HH; σκάφος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαχύς: ἐλάχεια (οὐχὶ -εῖα, Ἀρκάδ. σ. 95. 23, Θεογνώστου Κανόνες ἐν Ἀνέκδ. Κραμ. Τ. 2, σ. 99. 14), ἐλαχύ· - μικρός, βραχύς, πενιχρός, εὐτελής, ἀνάξιος λόγου· παλαιὸν παρ’ Ἐπ. θετικόν, ἐξ οὗ σχηματίζονται τὸ συγκρ. ἐλάσσων καὶ τὸ ὑπερθ. ἐλάχιστος· διέμεινε δὲ μόνον ἐν τῷ Ὁμηρ. ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 197, καὶ ὡς δι. γρ. ἐν Ὀδ. Ι. 116, ἀντὶ τοῦ λάχεια, καὶ ἐν Κ. 509 ἐπίσης τοῦ λάχεια· παρελήφθη δὲ ὑπὸ Νικ. Θ. 324 καὶ Ὀππ. Κ. 3. 480, κτλ. (Πρβλ. λάχεια, ἐλάσσων, ἐλάχιστος, Σανσκρ. laghus, Παλαι- Ὑψηλ. Γερμ. (light)· Σλαυ. liguku· - ὁ Κούρτ. πιστεύει ὅτι ἡ λέξις ἐλαφρός, Λατ. lĕv-is, ἀνήκει εἰς τὴν ῥίζαν).
English (Autenrieth)
(cf. ἐλάσσων): small, Od. 9.116, Od. 10.509, v.l. λάχεια.
Greek Monolingual
ἐλαχύς, ἐλάχεια, ἐλαχύ (Α)
1. λίγος
2. μικρός
3. βραχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχαίο επίθετο ελαχύς από IE lnghw-u-, συνεσταλμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας lengwh- «ευκίνητος και ελαφρός», αντιστοιχεί ακριβώς προς αρχ. ινδ. langhu, raghu «γρήγορος, ελαφρός», αβεστ. ragu- «γρήγορος», λατ. levis. Στην ίδια ρίζα ανάγεται και το επίθετο ελαφρός, πράγμα που δημιούργησε σύγχυση ανάμεσα στη λεξιλογική ομάδα του ελαχύς και σ' εκείνη του ελαφρός. Το επίθετο ελαχύς σχηματίζει συγκριτικό βαθμό ελάσσων (< ελαχ-yων) και υπερθετικό βαθμό ελάχιστος (< ελαχ-ιστος) που χρησιμοποιούνται και ως παραθετικά του επιθέτου μικρός.
Greek Monotonic
ἐλαχύς: ἐλάχεια (όχι -εῖα), -ύ, μικρός, βραχύς, σύντομος, λίγος· Επικ. θετικός βαθμός από όπου σχηματίζονται τα ἐλάσσων, ἐλάχιστος, σε Ύμν. Ομηρ.· πρβλ. λάχεια.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: small (Call. Hek. 3 K.)
Other forms: ἐλάχεια hAP 197 (on the accent Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 115f. = Kl. Schr. 2, 1172f., Schwyzer 379; ι 116, κ 509 as v.l. to λάχεια; cf. Leumann Hom. Wörter 54;, ἐλαχύ (AP); masc. also ἔλαχος (Call., s. Leumann l. c.);
Compounds: As 1. member in ἐλαχυ-πτέρυξ, [ἐλα]χύ-νωτος (Pi.).
Derivatives: Comp. ἐλάσσων, -ττων (Il.), Sup. ἐλάχιστος (Ion.-Att.). - From ἐλάσσων, -ττων (Schwyzer 731f.): denomin. ἐλασσόομαι, -ττόομαι become smaller, be inferior, be damaged (Ion.-Att.), -όω diminish, damage (Lys., Isok.) with ἐλάττωσις diminution, disadvantage, want, loss (Antipho Soph., Pl. Def., Arist.) and ἐλαττωτικός not insisting on his rights, diminishing (Arist.), ἐλάσσωμα, -ττωμα id. (D.). From ἔλασσον-, -ττον-: ἐλαττον-άκις less often (Pl., Arist., after πλεον-ακις), ἐλαττον-ότης be inferior (Iamb.; beside μειζον-ότης); ἐλασσον-έω, -ττονέω have or give less, to be defective (LXX, pap.), ἐλαττον-όω diminish (LXX). From ἐλάχιστος: ἐλαχιστ-άκις very rarely (Hp.), ἐλαχιστ-ιαῖος of smallest size, infinitesimal (Diog. Oen. 2).
Origin: IE [Indo-European] [660] *h₁lngʷʰu- light, quick
Etymology: Old adjective, identical with Skt. laghú-, raghú- quick, light, small, Av. ragu- quick; from an IE zero grade *h₁ln̥gʷʰ-ú-. The full grade h₁lengʷʰ- in Av. comp. rǝnǰyō (with analogical superlativ rǝnǰišta-), in Lith. lẽngvas and in Goth. leihts leicht, if, as prob., from PGm. *linχta-, IE *h₁lengʷʰ-to-. Toch. B laṅktse light. Without nasal, with e-vowel Lat. levis light, small, quick, with reduced vowel OCS lьgъ-kъ light, with a-vowel Celt., e. g. OIr. comp. laigiu smaller, worse, PCelt. *lag-i̯ōs (positive bec(c)). These forms cannot be all at once explained. W.-Hofmann s. levis, Fraenkel Lit. et. Wb. s. lẽngvas, Vasmer Russ. et. Wb. s. lëgkij (2, 24). - The vowellength in ἐλάσσων is secondary, s. Schwyzer 538 w. n. 4; also Seiler Steigerungsformen 43f.
Middle Liddell
[fem. ἐλάχεια not -εῖα]
small, short, little, old epic Positive, whence ἐλάσσων, ἐλάχιστος are formed, Hhymn.: cf. λάχεια.
Frisk Etymology German
ἐλαχύς: (Kall. Hek. 3 K.),
{elakhús}
Forms: ἐλάχεια (zum Akzent Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 115f. = Kl. Schr. 2, 1172f., Schwyzer 379; ι 116, κ 509 als v.l. zu λάχεια; vgl. Leumann Hom. Wörter 54; alexandr. u. sp. Epik), ἐλαχύ (AP); mask. auch ἔλαχος (Kall., vgl. Leumann a. a. O.);
Meaning: ‘’
Composita: Als Vorderglied in ἐλαχυπτέρυξ, [ἐλα]χύνωτος (Pi.).
Derivative: Komp. ἐλάσσων, -ττων (seit Il.), Sup. ἐλάχιστος (ion. att.). — Ableitungen. 1. Von ἐλάσσων, -ττων (mit Anschluß an die o-Stämme, Schwyzer 731f.): Denominativum ἐλασσόομαι, -ττόομαι kleiner werden, den kürzeren ziehen, Schaden leiden (ion. att.), -όω verringern, beeinträchtigen (Lys., Isok., hell.) mit ἐλάττωσις Verringerung, Nachteil, Gebrechen, Verlust (Antipho Soph., Pl. Def., Arist. usw.) und ἐλαττωτικός nicht auf seinen Rechten bestehend, verringernd (Arist. u. a.), ἐλάσσωμα, -ττωμα ib. (D. usw.). 2. Von ἔλασσον-, -ττον-: ἐλαττονάκις wenigere Male, seltener (Pl., Arist., nach πλεονακις), ἐλαττονότης das Wenigsein (Iamb.; neben μειζονότης); ἐλασσονέω, -ττονέω weniger haben oder geben, rechnerisch zurückstehen (LXX, Pap.), ἐλαττονόω verkleinern (LXX). 3. Von ἐλάχιστος: ἐλαχιστάκις am seltensten (Hp.), ἐλαχιστιαῖος von geringstem Maß, infinitesimal (Diog. Oen. 2).
Etymology: Altes Adjektiv, mit aind. laghú-, raghú- schnell, leicht, gering, aw. ragu- schnell identisch; das damit im Suffixwechsel stehende ἐλαφρός = ahd. lungar macht auch für ἐλαχύς, laghú- eine idg. Tiefstufe *ln̥guh-ú- wahrscheinlich. (Das ἅπ. λεγ. r̥hánt- RV 10, 28, 9 ist offenbar eine Augenblicksbildung nach dem Oppositum br̥hánt-: br̥hántam cid r̥haté randhayāmi.) Die entsprechende Hochstufe lengu̯h- findet sich dann sowohl im aw. Komp. rənǰyō (mit dem analogischen Superlativ rənǰišta-) wie in lit. lẽngvas und got. leihts ‘leicht’, falls, wie wahrscheinlich, aus urg. *linχta-, idg. *lengu̯h-to-. Diesen nasalisierten Formen stehen aber andere ohne Nasal entgegen, u. zw. mit ĕ-Vokal lat. lĕvis leicht, gering, schnell (damit kann an und für sich aind. laghú-, aw. ragu- identisch sein), mit Reduktionsvokal aksl. lьgъ-kъ leicht, mit a-Vokal kelt., z. B. air. Komp. laigiu kleiner, schlechter, urkelt. *lag-i̯ōs (Positiv bec(c)). Eine Erklärung, die alle Schwierigkeiten behebt, ist noch nicht gefunden. Einzelheiten mit reicher Lit. und Referat abweichender Auffassungen bei WP. 2, 426f., Pok. 660f., W.-Hofmann s. levis, Fraenkel Lit. et. Wb. s. lẽngvas, Vasmer Russ. et. Wb. s. lëgkij (2, 24). — Die Vokallänge in ἐλάσσων ist sekundär, s. Schwyzer 538 m. A. 4 und Lit., außerdem Seiler Steigerungsformen 43f. Vgl. ἐλέγχω.
Page 1,484-485
Translations
small
Afrikaans: klein; Ainu: ノカン; Albanian: i vogël; Amharic: ትንሽ; Arabic: صَغِير; Egyptian Arabic: صغير; Hijazi Arabic: صغير; Moroccan Arabic: صغير; South Levantine Arabic: زغير; Aragonese: chiquet; Aramaic Hebrew: זעורא, קטנה, קטנים, קטנות; Syriac: ܙܥܘܪܐ; Armenian: փոքր, մանր, պուճուր; Aromanian: njic; Assamese: সৰু; Asturian: pequeñu; Aymara: jisk'a; Azerbaijani: kiçik, balaca, xırda, ufaq; Bashkir: бәләкәй, бәләкәс, кесе, кескәй; Basque: txiki; Belarusian: маленькі, малы; Bengali: ছোট; Breton: bihan; Brunei Malay: damit; Bulgarian: малък; Burmese: သေး, နုပ်; Buryat: бишыхан; Carpathian Rusyn: малый; Catalan: petit; Cebuano: gamay; Central Atlas Tamazight: ⴰⵎⵥⵢⴰⵏ; Chamicuro: na'yejchoma; Chavacano: chico; Chechen: жима, кегий; Cherokee: ᎤᏍᏗ; Chichewa: -ng'ono; Chickasaw: ishkanno'si'; Chinese Cantonese: 細, 细; Dungan: щё; Eastern Min: 細, 细; Hakka: 細, 细; Hokkien: 細, 细; Mandarin: 小; Wu: 小; Chuvash: пӗчӗк; Cornish: bian; Crimean Tatar: kiçik, kiçkene; Czech: malý; Dalmatian: pedlo; Danish: lille, liden; Dutch: klein, nietig, minuscuul; Eastern Arrernte: akweke; Erzya: вишка, вишкине; Eshtehardi: خوردیک; Esperanto: malgranda; Estonian: väike; Ewe: sue; Faroese: lítil; Finnish: pieni; French: petit, minuscule; Galician: pequeno; Georgian: პატარა, მცირე; German: klein, gering; Alemannic German: chlii; Gothic: 𐌻𐌴𐌹𐍄𐌹𐌻𐍃; Greek: μικρός; Ancient Greek: μικρός, μικός, σμικρός, τυτθός, μικκός; Gujarati: નાનું; Hausa: ƙure; Hawaiian: liʻiliʻi; Hebrew: קָטָן; Hindi: छोटा, क्षुद्र, छोट, नन्हा, सगीर; Hungarian: kicsi, kis; Icelandic: smár, lítill; Ido: mikra; Igbo: ńta; Ilocano: bassit; Indonesian: kecil; Ingush: зӏамига; Interlingua: parve; Irish: beag; Old Irish: bec; Istriot: peîcio; Italian: piccolo, ristretto; Japanese: 小さい,狭い; Javanese: cilik, alit; Kalmyk: бичкн; Karachay-Balkar: гитче; Kashubian: môłi; Kazakh: кіші, кішкене, ұсақ; Khakas: кічіг, кічиӌек; Khmer: តូច; Korean: 작다, 작은; Koryak: тэгʼыйчыгʼын, ныппулюӄин; Kumyk: гиччи; Kurdish Central Kurdish: بچووک; Northern Kurdish: çûçik, çûk, piçûk, qicik; Kyrgyz: кичине, кичинекей; Laboya: maraha; Ladin: pitl; Lao: ນ້ອຽ, ນ້ອຍ; Latgalian: mozs; Latin: parvus, paulus; Latvian: mazs; Lithuanian: mažas; Lü: ᦓᦾᧉ; Luganda: -tono; Luxembourgish: kleng; Macedonian: мал; Malay: kecil; Malayalam: ചെറിയ; Maltese: żgħir; Manchu: ᠠᠵᡳᡤᡝ; Manx: beg; Maori: iti; Mapudungun: pichi, pici; Marathi: छोटा, छोटी, छोटे, लहान; Mari Eastern Mari: изи; Marshallese: dik; Minangkabau: kaciak, ketek, kenek; Mingrelian: ჭიჭე; Mirandese: pequeinho; Miskito: sirpi; Mòcheno: khloa'n; Moksha: ёмла; Mongolian: жижиг; Nanai: нучи; Neapolitan: piccere; Ngazidja Comorian: -fupvi; Norman: p'tit; Northern Mansi: ма̄нь; Northern Ohlone: kutsú̆̄wis; Northern Sami: unni, uhcci; Northern Norwegian: liten; Occitan: pichon, pichòt, petit; Odia: ଛୋଟ, କ୍ଷୁଦ୍ର; Old Church Slavonic: малъ; Old East Slavic: малъ; Old English: lȳtel; Oromo: yartuu; Ottoman Turkish: كوچوك; Pangasinan: muelag; Pashto: وړوکی, کوچنی; Persian: کوچک, خرد, که, سوتام, ریز; Polish: mały; Portuguese: pequeno; Punjabi: ਛੋੱਟਾ; Quechua: juch'uy; Rapa Nui: iti; Romagnol: znén; Romani: tikno; Romanian: mic; Romansch: pitschen; Russian: маленький, малый; Rwanda-Rundi: -toya; Samoan: sogi; Sanskrit: अर्भ, अल्प, स्वल्प; Santali: ᱯᱤᱞᱪᱩ; Scots: wee, peedie, peerie; Scottish Gaelic: beag; Serbo-Croatian Cyrillic: ма̑л; Roman: mȃl; Shor: кичиг; Sicilian: nicu; Sidamo: shiima; Sindhi: نَنڍو; Sinhalese: කුඩා; Slovak: malý; Slovene: majhen; Somali: kis, yar; Sorbian Lower Sorbian: mały; Upper Sorbian: mały; Southern Altai: кичинек; Spanish: pequeño, chico; Sundanese: alit; Svan: კოტო̄ლ, მო̄ლე; Swahili: -dogo; Swedish: liten; Sylheti: ꠢꠥꠞꠥ; Tabasaran: бицӏи; Tagalog: maliit; Tahitian: iti; Tajik: хурд; Tamil: சிறிய், சிறிய, சிறிய, சின்ன; Tarantino: piccele; Tarifit: ameẓẓyan; Tashelhit: ⴰⵎⵥⵉ; Tatar: кече, кечек, бәләкәй; Telugu: చిన్న; Ternate: ici; Tetum: ki'ik; Thai: เล็ก; Tibetan: ཆུང་ཆུང; Tocharian B: yekte, totka; Tok Pisin: liklik; Tongan: si'i; Turkish: küçük, ufak; Turkmen: kiçi; Tuvan: биче; Udi: пӏатӏар; Udmurt: пичи; Ugaritic: 𐎕𐎙𐎗; Ukrainian: маленький, малий; Urdu: چھوٹا; Uyghur: كىچىك; Uzbek: kichik; Venda: ṱuku; Venetian: picenìn; Vietnamese: nhỏ, bé; Volapük: smalik; Walloon: pitit; Waray-Waray: gu-ti-ay, di-to; Welsh: bach, bychan, mân; West Frisian: lyts; White Hmong: me; Wolof: tooty; Wutunhua: ga; Xhosa: -nci; Yakut: кыра, аччыгый; Yámana: yaxa; Yiddish: קליין; Yup'ik: -cuar; Zealandic: klein, kleên, smal; Zhuang: iq; Zulu: -ncane; Zuni: ts'ana; ǃKung: tse-ma