δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
ἀραιός, λαγαρός, ὀλίγος, πυκνός, στεινός, στεῖνος, στενός, στένος, στενόχωρος, στενωπός, ψυδνός, ψύθιος