blot
From LSJ
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
English > Greek (Woodhouse)
substantive
blemish: P. and V. κηλίς, ἡ, P. αἶσχος, τό, ἁμάρτημα, τό.
disgrace: P. and V. αἰσχύνη, ἡ, ὄνειδος, τό.
verb transitive
Lit. or Met., P. and V. μιαίνειν, V. χραίνειν.
disgrace: αἰσχύνειν, καταισχύνειν, V. κηλιδοῦν, P. καταρρυπαίνειν.
blot out, exterminate: lit., P. and V. ἐξαλείφω, ἐξαλείφειν, Met., P. and V. ἀφανίζω, ἀφανίζειν, ἐξαλείφω, ἐξαλείφειν, καθαιρεῖν; see destroy.
a wet sponge blots out the picture: V. ὑγρώσσων σπόγγος ὤλεσεν γραφήν (Aesch., Agamemnon 1329).