bugbear
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English > Greek (Woodhouse)
substantive
goblin: Ar. Λάμια, ἡ, Ar. and P. Ἔμπουσα, ἡ, Μορμώ, ἡ (Xen.), μορμολυκεῖον, τό.
object of hatred: V. ἔχθος, τό, μῖσος, τό, μίσημα, τό, στύγος, τά, στύγημα, τό; see abomination.
frighten by a bugbear, v.: Ar. and P. μορμολύσσεσθαι, μορμολύττομαι (acc.) (Plato).