castrated

From LSJ

Translations

Arabic: ⁧خَصِيّ⁩, ⁧مَخْصِيّ⁩; Assamese: খাহী; Azerbaijani: axta; Bengali: খাসী; French: castré; Greek: ευνούχος, ευνουχισμένος; Ancient Greek: ἄνορχος, ἀόρχις, ἀπόκοπος, ἀποσπάδων, βαγώας, γάλλος, ἐκτετμημένος, ἐκτομιαῖος, ἐκτομίας, ἐντομίας, εὐνοῦχος, μοριότμητος, σπάδων, τομιαῖος, τομίας, χλούνης; Hungarian: herélt, kiherélt, ivartalanított, kasztrált; Italian: castrato; Kazakh: кестірілген; Latin: sectarius; Maori: rahopoka; Mongolian: агталсан; Portuguese: castrado; Spanish: castrado; Tagalog: puhag, basig; Yakut: ат