confederacy
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
substantive
alliance: Ar. and P. συμμαχία, ἡ.
form a confederacy: P. and V. συνομνύναι, συνέρχεσθαι, Ar. and P. συνίστασθαι.
alliance: Ar. and P. συμμαχία, ἡ.
form a confederacy: P. and V. συνομνύναι, συνέρχεσθαι, Ar. and P. συνίστασθαι.