Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
δεξιός, ἀμφιδέξιος, ἁρμοστός, ἁρμόδιος, ἐγχωροῦν, ἐμπρεπής, ἐνιπρεπής, ἐναίσιμος, εὔκαιρος