ἐμπρεπής
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
English (LSJ)
ἐμπρεπές,
A conspicuous among or conspicuous above others, θύννος.. πᾶσιν ἰχθύεσσιν ἐ. ἐν μυττωτῷ Anan.5.8.
II conspicuous for, ἰηλέμοισιν ἐ. A.Supp.115 (lyr.); cf. ἐμπρέπω
III suitable, fitting, Ph.1.501; ἐμπρεπές ἐστι, c. inf., it is fitting, ib.435, al.: Comp., ib.617: Sup., ib.695.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): poét. ἐνιπρεπής IMontan.61.9 (Frigia IV d.C.)
1 superior a, que destaca sobre c. dat. (θύννος) πᾶσιν ἰχθύεσσιν ἐ. ἐν μυττωτῷ Anan.5.8
•que se hace notar, que destaca por algo, conspicuo c. dat. instrum. ἰηλέμοισιν ἐ. A.Supp.115.
2 conveniente, apropiado βίος γὰρ ἐ. κόσμῳ τῷ πατρὶ ... εὐχαριστεῖν Ph.1.501, c. inf. τὴν ... ἀρετῶν συμφωνίαν ἐμπρεπὲς ἁρμόζεσθαι θεῷ Ph.1.435, en compar. τί γὰρ ἐμπρεπέστερον ἢ τἀγαθὰ ἐπινεύειν θεῷ; Ph.1.617, en sup. Ph.1.695.
German (Pape)
[Seite 817] ές, darin glänzend, hervorstrahlend; πάθεα ἰηλέμοισιν ἐμπρεπῆ Aesch. Suppl. 107; πᾶσιν ἰχθύεσσιν, unter allen Fischen ausgezeichnet, Anan. bei Ath. VII, 282 h.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
remarquable par, τινι.
Étymologie: ἐμπρέπω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπρεπής: выделяющийся, заметный, по друг. соответствующий (πάθεα ἰηλέμοισιν ἐμπρεπῆ Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπρεπής: -ές, διαπρέπων μεταξὺ τῶν ἄλλων ἢ ὑπέρτερος τῶν ἄλλων, θύννος... πᾶσιν ἰχθύεσσιν ἐμπρ. ἐν μυττωτῷ Ἀνάνιος παρ’ Ἀθην. 282Β. ΙΙ. διακρινόμενος διά τι, ἰηλέμοισιν ἐμπρεπῆ Αἰσχύλ. Ἱκ. 116. - Ἐπίρρ. -πῶς Ἰγνάτ. ἐν βίῳ Νικηφ. Κων/πόλεως σ. 178, 31, ἔκδ. De Boor.
Greek Monolingual
ἐμπρεπής, -ές (Α)
1. αυτός που είναι ανώτερος, που ξεχωρίζει, που διαπρέπει ανάμεσα σε πολλούς άλλους
2. αυτός που διακρίνεται για κάτι
3. κατάλληλος, αρμόδιος.
επίρρ...
ἐμπρεπῶς
με τρόπο ξεχωριστό, υπερέχοντα, διακρινόμενο.