ἔγγειος
English (LSJ)
v. ἔγγαιος.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): frec. ἔγγαιος A.Pers.922, Thphr.CP 2.5.3, SEG 9.72.114 (Cirene IV a.C.), PEleph.1.13 (IV a.C.), Plb.6.45.3, ISinuri 11.9 (heleníst.), Plu.2.701b; ἐγγάϊος [-ᾱῐ-] A.Supp.59; jón. ἔγγεος SEG 2.580.6 (Teos III a.C.), Hdn.Philet.200
I gener.
1 del lugar, del país, que es o está en la tierra εἰ δὲ κυρεῖ τις πέλας οἰωνοπόλων ἐ. A.Supp.59, γᾶ δ' αἰάζει τὰν ἐγγαίαν ἥβαν Ξέρξᾳ κταμέναν llora la tierra por la juventud de la tierra sacrificada por Jerjes A.l.c. (c. polisemia con el sent. I 2)
•en uso pred. αἰ δ[έ] κα τεθνάκῃ ἔγγαιος ἢ ἄλλῃ πη ἀπολώλῃ SEG 9.72.114 (Cirene IV a.C.).
2 que está bajo tierra, subterráneo ἔγγειοι καὶ αὐτόχθονες πηγαί Democr.B 149, τρῆμα Placit.3.17.5, de dioses AP 7.480 (Leon.), τὸ χθόνιον καὶ ἔγγαιον σκότος del Érebo, Plu.2.953a, πλάτοι δύο, εἷς ἔ. καὶ κατ' αὐτοῦ ὑπέργειος ILaod.Lyk.95.2 (II d.C.), τῶν λίθων τὰ ἔγγαια καὶ ζοφόδυτα μέρη μαλακώτερα τῶν ἐπιπολῆς Plu.2.701b
•en uso pred. ὑποδραμοῦσαι ... πρῶνας ἔγγειοι καὶ ἐναέριοι avanzando bajo los picos por el aire y bajo la tierra ref. un acueducto, Them.Or.13.168b.
3 que vive en o sobre la tierra, terrestre de plantas y anim. φυτὰ ἔγγεια op. ἐπίγεια ζῷα Pl.R.546a, cf. 491d, Procl.in R.2.12, ὡς ὄντας φυτὸν οὐκ ἔγγειον ἀλλὰ οὐράνιον Pl.Ti.90a, op. ἔνυδρος ‘acuático’ τὰ μὲν ἔγγαια τὰ δ' ἔνυδρα τυγχάνει, καθάπερ τῶν ζῴων, καὶ τῶν φυτῶν Thphr.HP 4.6.1, ζῷον op. ἀέριος ‘aéreo’, Gal.18(1).207, op. θαλάσσιος Basil.Hex.7.6
•subst. τὰ δ' ἁλυκὰ τῶν ὑδάτων τρέφει μὲν καὶ τὰ ἔγγεια, χεῖρον δὲ τῶν γλυκέων Thphr.CP 2.5.3
•en uso pred. en tierra, por tierra ἔμποροι ... ὅσοι ... τὴν ἐργασίαν ταύτην μετῄεσαν ... θαλαττουργοί τε καὶ ἔγγειοι cuantos comerciantes ejercían esta actividad por mar o por tierra Procop.Arc.25.24.
II econ.
1 de propiedades inmueble, raíz ref. esp. tierras pero tb. casas ἔ. οὐσία bienes raíces, bienes inmuebles D.36.5, Aristid.Or.23.30, op. ναυτικός ‘marítimo’, ref. barcos y sus cargamentos, Lys.Fr.A.8, ἔγγειοι κτήσεις Plb.31.22.4, cf. Vett.Val.36.23, ἀγοράσαι ... κτῆμα ἔγγεον ἐν τῇ πόλει ἢ τῇ χώρᾳ SEG 2.580.6 (Teos III a.C.), κτήσεις ἔγγειοι καὶ οἰκίαι IG 9(2).338.9 (Tesalia II a.C.)
•subst. τὰ ἔγγεια bienes inmuebles, bienes raíces gener. ref. tierras, a veces tb. incluyendo edificios, op. τὰ ἐκ τῆς οἰκίας ref. los bienes muebles X.Smp.4.31, cf. D.30.30, op. ναυτικά ‘bienes marítimos' πάντα τὰ ἐν τῇ πόλει καὶ ἔγγεια καὶ ναυτικά SEG 44.949B.25 (Teos III a.C.), cf. PEleph.1.13 (IV a.C.), op. ὑπερπόντια IG 12(7).67.44, cf. 69.10 en SEG 30.1087 (ambas Arcesine IV/III a.C.), δεδόσθαι ... αὐτῶι καὶ ἐγγόνοις ἔγκτησιν οἰκίων καὶ ἐγγαίων ICos ED 56.7 (III a.C.), cf. IGBulg.12.307bis.20 (Mesembria III a.C.), οἱ ἀμφουριασμοὶ τῶν ἐγγαίων SEG 3.674.4 (Rodas II a.C.), μερισμοὶ τῶν ἐγγαίων IEphesos 4.23 (III a.C.), cf. IMylasa 801.9 (II a.C.), SEG 39.1180.107 (Éfeso I d.C.), POxy.3691.7 (II d.C.)
•raro en sg. τὸ ἔ. bien inmueble y esp. predio rústico, terreno οὐχ εὑρίσκοντες δὲ ταύτης τῆς τιμῆς ἔγγαιον ἐπιτήδειον ISinuri 50.12 (heleníst.), cf. PTor.Choachiti 12.5.37 (II a.C.).
2 de préstamos y obligaciones jur. terrestre, sobre la tierra ref. bienes inmuebles que sirven como garantía del pago de un crédito συμβόλαιον op. ναυτικός D.33.3, ἑκατὸν μνᾶς ... ἐγγείῳ ἐπὶ τόκῳ δεδανεισμένας cien minas prestadas a interés terrestre Lys.32.15, cf. D.34.23, ἐγδανειζέσθω ὑπὸ τῶν αἱρεθέντων ἐγδανειστᾶν ἐπὶ ὑποθήκαις ἐγγαίοις ἀξιοχρέοις IMaff.31.5.6 (Tera I a.C.), cf. IG 5(1).1208.13 (Gitio I d.C.), δανείσματα Hdn.l.c.
German (Pape)
[Seite 700] = ἔγγαιος, 1) κτῆσις, Grundbesitz; Pol. 39, 8, 4; Inscr.; οὐσία Dem. 86, 5. – 2) Gegensatz von ναυτικός, z. B. δανείσματα, Darlehen auf Grundstücke; so τόκος Dem. 34, 28, Landzins; vgl. Lys. frg. bei Suid. – 3) was in der Erde ist, Immobilien; ἡ γεωργία ἐξεσκευάσθη πλὴν τῶν ἐγγείων Dem. 30, 30; φυτόν Plat. Rep. VII, 546 a, die Pflanzenwelt, im Gegensatz der ζῷα; Tim. 90, a = irdisch, Gegensatz οὐράνιον.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui provient de la terre ou appartient à la terre, terrestre;
2 qui consiste en terre, foncier.
Étymologie: cf. ἔγγαιος.
Russian (Dvoretsky)
ἔγγειος: Plat., Dem., Polyb., Plut. = ἔγγαιος.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγγειος: -ον, (γέα, γῆ) ἴδε ἐν λ. ἔγγαιος.
Greek Monolingual
-ο και έγγαιος, -α, -ο (AM ἔγγειος, -ον και ἔγγαιος, -α, -ον)
αυτός που αναφέρεται στη γη, που αποτελείται από κτήματα
νεοελλ.
1. «έγγειος ιδιοκτησία»
α) ιδιοκτησία που περιλαμβάνει κτήματα με όλες τις απαραίτητες εγκαταστάσεις
β) ακίνητη περιουσία
2. «έγγειος πρόσοδος» — το σύνολο τών αγαθών που παράγει η γη σ΄ ένα οικονομικό έτος
3. «έγγειος φόρος» — αυτός που επιβάλλεται σε κάθε λογής έγγειο πρόσοδο
αρχ.
1. ντόπιος, εγχώριος
2. αυτός που βρίσκεται μέσα στα όρια της χώρας
3. αυτός που βρίσκεται ολόκληρος ή κατά ένα μέρος του μέσα στο χώμα («ἔγγεια φυτά», «λίθων τὰ ἔγγαια μέρη»)
4. χθόνιος.
Greek Monotonic
ἔγγειος: -ον (γέα, γῆ), βλ. ἔγγαιος.
English (Woodhouse)
(see also: ἔγγαιος) planted in the earth