desacuerdo
From LSJ
τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι → yield delight besides instruction, mix business with pleasure
Spanish > Greek
διακοπή, διχοφωνία, διχογνωμοσύνη, διένεξις, διχόνοια, διαφωνία, ἀναρμοστία, ἀμφισβήτημα, διθυμία, ἀλλοτριότης, διαφορά
τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι → yield delight besides instruction, mix business with pleasure
διακοπή, διχοφωνία, διχογνωμοσύνη, διένεξις, διχόνοια, διαφωνία, ἀναρμοστία, ἀμφισβήτημα, διθυμία, ἀλλοτριότης, διαφορά