embaucar
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
Spanish > Greek
διαιολάω, ἀποδιαστρέφω, ἐξαπατύλλω, διαβουκολέω, γοητεύω, ἐξαπατάω, ἐγκυκλέω, ἐκτυφόω, διαβάλλω, ἀγκιστρεύω, ἐκπανουργέω