ἐξανάδοσις
From LSJ
γέλως τὰ σεμνὰ τοῦ βίου τοῖς σώφροσιν → pompous things in life make men of sound mind laugh (Menander)
English (LSJ)
-εως, ἡ, eruption, scab, Aq.Le.13.6, 18.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
erupción en la piel ref. la lepra, Aq.Le.13.6, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξανάδοσις: ἡ, ἐξάνθημα ἐπὶ τοῦ δέρματος, Ἀκύλας ἐν Λευϊτ. ΙΓ΄, 6, 18.
Greek Monolingual
ἐξανάδοσις, η (Α) εξαναδίδωμι
εξάνθημα, φυσαλλίδα, φουσκάλα.