ἔκβρασις

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκβρᾰσις Medium diacritics: ἔκβρασις Low diacritics: έκβρασις Capitals: ΕΚΒΡΑΣΙΣ
Transliteration A: ékbrasis Transliteration B: ekbrasis Transliteration C: ekvrasis Beta Code: e)/kbrasis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A pullulation, φθειρῶν Suid.
2 αἱ κοῖλαι ἐ. breakers, EM494.14.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 medic. erupción cutánea ἀπὸ χολωδεστέρου αἵματος ἔ. γίνεται Steph.in Hp.Aph.1.166.19, cf. 2.138.23, ὑπὸ φθειρῶν ὑπερβλύσεως καὶ ἐκβράσεως τὸν βίον καταστρέφει Hsch.Mil. en Sud.s.u. Καλλισθένης (cf. ἐκβράσσω II 1).
2 eructo, regüeldo glos. a ἐρυγή Hsch.
3 escollo, rompiente, EM 494.14G.

German (Pape)

[Seite 755] ἡ, das Auswerfen, Aussprudeln, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκβρᾰσις: -εως, ἡ, ὅταν καχλάζον ἐκρίπτηται τὸ ὕδωρ, ἢ τὸ μέρος ἔνθα ἐκρίπτεται, Ἐτυμ. Μ. ἐν λέξει καχλάζω, σ. 494, 14, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἐρυγή, κλ.

Greek Monolingual

ἔκβρασις, η (Μ)
1. το νερό που χύνεται έξω όταν κοχλάζει
2. (για ανέμους) ξέσπασμα.